A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ἀζείδης — Ἀζεΐδης , Ἀζεΐδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀζείδαο — Ἀζεΐδᾱο , Ἀζεΐδης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)